- κεκραμένως
- κεκρᾱμένως, Adv., (A
κεράννυμι 1.3
) in a mixed manner,πρὸ τῶν ἀμίκτων ἐλέγχων κ. παρέχεται τοῖς ἐπαίνοις αὐτούς Procl.in Alc.p.102
C.2 in painting, with well-blended colours, Plu.2.335a (fort. leg. κεκριμένως).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.